- πιλοφορικος
- πιλοφορικόςπῑλο-φορικός3носящий войлочную шляпу
(πῖλος)
, т.е. знатный(Σκύθης ἀνήρ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πῖλος)
, т.е. знатный(Σκύθης ἀνήρ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πιλοφορικός — ή, όν, Α [πιλοφόρος] ο συνηθισμένος να φέρει πίλο, να φορεί σκούφο … Dictionary of Greek
πιλοφορικῶν — πῑλοφορικῶν , πιλοφορικός accustomed to wear a fem gen pl πῑλοφορικῶν , πιλοφορικός accustomed to wear a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)